σιδηροτροχιά

σιδηροτροχιά
η
τροχιά από σιδερένιες ράβδους που πάνω τους κυλούν οι τροχοί του τρένου ή άλλων οχημάτων, σιδηροδρομική γραμμή: Όπου το έδαφος είναι ανηφορικό, ανάμεσα στις δύο σιδηροτροχιές υπάρχει και τρίτη οδοντωτή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σιδηροτροχιά — η, Ν συν. στον πληθ. οι σιδηροτροχιές χαλύβδινες δοκοί ορισμένης διατομής που τοποθετούνται και συναρμολογούνται ή συγκολλώνται η μία μετά την άλλη σε δύο παράλληλες γραμμές και αποτελούν την οδό πάνω στην οποία κινούνται οι ειδικά διαμορφωμένοι… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… …   Dictionary of Greek

  • διαστολή — Ξεχώρισμα, διάκριση. (Μουσ.) Όρος της μουσικής σημειογραφίας. Σημαίνει την κάθετη γραμμή του πενταγράμμου που χωρίζει τα μέτρα σε τμήματα ίσης αξίας φθογγοσήμων, με διαφορετική όμως ρυθμική συνάρθρωση. Παλαιότερα ο διαχωρισμός των μέτρων… …   Dictionary of Greek

  • ράγα — Σαρκώδης καρπός, συνήθως σφαιρικός, πεπιεσμένος ή απιόμορφος· μερικές φορές μοιάζει με δρύπη, από την οποία όμως διαφέρει, γιατί δεν έχει το ξυλώδες ενδοκάρπιο που αποτελεί το κέλυφος των σπερμάτων. Στη ράγα τα σπέρματα περιβάλλονται από τη… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… …   Dictionary of Greek

  • τροχιά — Η κλειστή διαδρομή που εκτελεί ένα σώμα όταν κινείται γύρω από ένα ή περισσότερα σώματα. Ο όρος τ. χρησιμοποιείται συνήθως στην αστρονομία και αναφέρεται στην κίνηση που εκτελούν οι πλανήτες και οι κομήτες γύρω από τον Ήλιο ή οι δορυφόροι,… …   Dictionary of Greek

  • σχοινοσιδηρόδρομος — Λέγεται και σχοινόδρομος. Σύστημα εναέριου σιδηρόδρομου για τη μεταφορά ατόμων. Η σιδηροτροχιά του σ. αποτελείται από δύο ατσάλινα σύρματα, ένα για την άνοδο κι ένα για την κάθοδο. Τα οχήματα είναι καμπίνες κατασκευασμένες από ξύλο ή από μέταλλο… …   Dictionary of Greek

  • ράγα — η 1. η ρώγα. 2. η σιδηροτροχιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροχιά — η 1. τα ίχνη που αφήνουν στο χώμα οι τροχοί οχήματος, τα αχνάρια της ρόδας. 2. σιδηροτροχιά, ράγα. 3. (μαθ.), η γραμμή που διαγράφει ένα υλικό σημείο που κινείται. 4. η καμπύλη που διαγράφει ουράνιο σώμα στην κίνησή του: Η τροχιά της Γης. 5.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”